στέρεψη

στέρεψη
(I)
η, Ν [στερεύω]
στέρεμα.
————————
(II)
η, Ν [στερώ]
στέρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στερεύω — και στειρεύω Ν 1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή») 2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”